-
1 συνοδία
συνοδ-ία, ἡ,A journey in company, companionship on a journey, Cic.Att.10.7.2, J.AJ6.12.1, Plu.2.48b, Galb.20, Charito 6.2;ἀνδρὸς πονηροῦ φεῦγε συνοδίαν ἀεί Men.Mon.24
.II in concrete sense, party of travellers, caravan, Str.4.6.6, 11.14.4, Ev.Luc.2.44, OGI633.2 (Palmyra, ii A.D.); ἀνακομίσαι συνοδίας ib.646.6 (ibid., iii A.D.);σ. πρεσβευτοῦ ἢ ἀνθυπάτου Arr.Epict.4.1.91
.III family, LXX Ne.7.5 (pl.), al.:—in Suid. also [full] συνοδεία. -ιάρχης, ου, ὁ, leader of a caravan, OGI632.2, 633.5 (Palmyra, ii A.D.): hence [suff] συνοδ-ιαρχία, ἡ, office of συνοδιάρχης, Supp.Epigr.7.139.6 (ibid., ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδία
См. также в других словарях:
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek